Τα έργα τέχνης ζουν μέσα σε απέραντη μοναξιά και η κριτική είναι το χειρότερο για να τα ζυγώσεις.
Μονάχα η αγάπη μπορεί να τα συλλάβει, να τ' αγκαλιάσει, να σταθεί δίκαιη απέναντί τους
RAINER MARIA RILKE

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ : ΤΑ ΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΚΡΙΣΗΣ - Ένα κείμενο του Γιάννη Λεοντάρη

             Σήμερα, παντού εκτός από την Ελλάδα, η διάκριση ανάμεσα στην κινηματογραφική θεωρία, την κινηματογραφική κριτική και το δημοσιογραφικό λόγο είναι απόλυτη και “θεσμοθετημένη”. Μάλιστα, “σε διεθνές συμπόσιο που οργάνωσε στο Λονδίνο το Νοέμβριο του 1988 η Διεθνής Ομοσπονδία Κινηματογραφικού Τύπου (FIPRESCI), επανέφερε προς συζήτηση το θέμα της διάκρισης σε δημοσιογράφο κινηματογράφου, κριτικό κινηματογράφου και επιστήμονα κινηματογράφου”[1] .
            H κινηματογραφική κριτική, μόνη ανάμεσα στα άλλα είδη κριτικού λόγου, είναι, εκτός των άλλων, θεσμός ο οποίος ανταποκρίνεται σε μια συγκεκριμένη κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα: τον εμπορικό χαρακτήρα της κινηματογραφικής παραγωγής. Ωστόσο, κατά τρόπο παράδοξο, σήμερα στη χώρα μας, η δημοσιογραφική κινηματογραφική κριτική δεν υπόκειται ποτέ η ίδια σε κρίση, οχυρωμένη πίσω από τον εφήμερο και εξουσιαστικό χαρακτήρα της και τον αξιωματικό και συχνά απαξιωτικό λόγο της. Ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις όπου ο κριτικός του κινηματογράφου στην Ελλάδα αισθάνεται – μέσω των κειμένων του – δημιουργός. Δυστυχώς, οι περισσότεροι έλληνες κριτικοί χαρακτηρίζονται από ελλιπή στοιχειώδη ενημέρωση για την εξέλιξη και την παρούσα κατάσταση της κινηματογραφικής τέχνης και εμφανίζονται ανεπαρκείς ακόμη και να περιγράψουν μία ταινία. Η αναγκαιότητα έστω και της απλής περιγραφής μιας ταινίας, γεννά μία σειρά από μεθοδολογικά προβλήματα και ερωτήματα: με ποια γλωσσικά εργαλεία θα περιγράψει ο κριτικός την κινηματογραφική εικόνα; το μοντάζ; τις σχέσεις σύνθεσης και αντίστιξης ανάμεσα στην εικόνα και τον ήχο; η ανάπτυξη των χαρακτήρων;  Όλα αυτά απασχολούν εδώ και χρόνια την κριτική του κινηματογράφου διεθνώς. Πως απαντούν όμως σήμερα στα ερωτήματα αυτά οι έλληνες κριτικοί που συχνά δεν έχουν την παραμικρή κινηματογραφική εκπαίδευση και σε κάποιες περιπτώσεις, χωρίς αιδώ, γράφουν κριτικές για ταινίες τις οποίες ούτε καν έχουν δει;
            Η κινηματογραφική κριτική εμπεριέχει τρεις βασικές λειτουργίες: πληροφόρηση, αξιολόγηση και προώθηση της ταινίας. Η δημοσιογραφική κριτική των εφημερίδων και των σινεφίλ περιοδικών δίνει έμφαση στην πληροφόρηση και την προώθηση και δεν προυποθέτει την ανάλυση μιας ταινίας. Από τη στιγμή όμως, που επιχειρείται αξιολόγηση του κινηματογραφικού έργου, η σχέση κριτικής και ανάλυσης γίνεται άμεση. Καλός κριτικός είναι αυτός «που, χάρη στη συνθετική του επάρκεια, είναι σε θέση να εκτιμήσει το έργο που θα έχει διάρκεια στο χρόνο. Είναι επίσης ο παιδαγωγός της αισθητικής απόλαυσης που θα καταφέρει να κοινωνήσει τον πλούτο του έργου σε ένα όσο το δυνατό ευρύτερο κοινό»[2].
            Ας προσπαθήσουμε να συνδέσουμε την εικόνα της «κοινότητας» των Ελλήνων κριτικών κινηματογράφου με τον παραπάνω χαρακτηρισμό: «παιδαγωγοί της αισθητικής απόλαυσης…» Μαύρο χιούμορ. Είναι αλήθεια, και δεν θα ήταν σωστό να το παραγνωρίσει κανείς, το γεγονός ότι ο κριτικός του κινηματογράφου, κυρίως ο εκπρόσωπος της δημοσιογραφικής κριτικής δέχεται στις μέρες μας – και σε παγκόσμιο επίπεδο – μία άνευ προηγουμένου πίεση από εξωφιλμικούς παράγοντες: τις εταιρείες παραγωγής και διανομής ταινιών. Οι εταιρείες αυτές, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, στηρίζουν την κερδοφορία τους σε ένα κοινό το οποίο τουλάχιστον στις ΗΠΑ προσδιορίζεται ηλικιακά ανάμεσα στα δεκατρία και τα δεκαοκτώ χρόνια. Σύμφωνα με πρόσφατες στατιστικές οι θεατές των ηλικιών αυτών αντιπροσωπεύουν σχεδόν το πενήντα τοις εκατό των εκατοντάδων εκατομμυρίων εισητηρίων του αμερικανικού box-office. Με τα παραπάνω δεδομένα μπορεί πιστεύουμε να εξηγηθεί επαρκώς και να αντιμετωπιστεί με τη δέουσα κατανόηση η θλιβερή θέση αρκετών κριτικών του κινηματογράφου οι οποίοι – και στην Ελλάδα – λειτουργούν ως ενεργούμενα εταιρειών παραγωγής και διανομής απευθυνόμενοι μέσω των κειμένων τους σε έφηβους τους οποίους αντιμετωπίζουν ως καταναλωτές εικόνων.
            Θέση μας είναι πως δύο βασικές συμπεριφορές αντιπροσωπεύουν σήμερα τις δύο τάσεις της κινηματογραφικής κριτικής : η πρώτη, παντελώς απούσα στον ελληνικό χώρο, φωτίζει τα δύσβατα μονοπάτια μιας αδιάκοπης και επώδυνης διαδρομής του κριτικού-θεατή, σε αναζήτηση ενός νοήματος. Η άλλη, την οποία βιώνουν με επώδυνο τρόπο οι έλληνες σκηνοθέτες τα τελευταίο χρόνια, εκπροσωπείται από τον κριτικό λόγο του “μέσου όρου” το δημοσιογραφικό εκείνο λόγο που αρέσκεται στο να αποθεώνει το κοινότοπο ως αντικείμενο άξιο λόγου, στην υπηρεσία θεατών-πελατών οι οποίοι καλούνται, είτε να θαυμάσουν είτε να χλευάσουν και που – ακριβώς γι΄αυτό – “έχουν πάντα δίκιο”.  Η ίδια κριτική  είναι που χλευάζει αυτάρεσκα και χυδαία κάθε τι το οποίο η ίδια δεν κατανοεί και δεν είναι σε θέση ούτε καν να περιγράψει. Δεν αισθάνεται κανενός είδους ντροπή για την ημιμάθεια που τη διακρίνει και την ανεπάρκεια του λόγου της.
                        Οι περισσότεροι έλληνες κριτικοί δείχνουν να απολαμβάνουν την υπαρξιακή τους θολούρα, όντας ταυτόχρονα λίγο κριτικοί, λίγο δημοσιογράφοι, λίγο θεωρητικοί και λίγο υπάλληλοι πολυεθνικών εταιριών διανομής. Ως γνωστόν, οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Tελευταία χρόνια η αμηχανία των κριτικών μας μεγαλώνει, και αυτό γίνεται φανερό από την χαμηλή ποιότητα  και τον αγοραίο λόγο αρκετών από τα κείμενά τους, ενώ την ίδια στιγμή η ποιότητα των ελληνικών ταινιών αναβαθμίζεται, γεγονός που αποδεικνύεται και από τις διεθνείς διακρίσεις του ελληνικού κινηματογράφου οι οποίες για πρώτη φορά εδώ και αρκετές δεκαετίες φαίνεται να έχουν διάρκεια και συνέχεια. Τι συμβαίνει λοιπόν στους κριτικούς; Δεν επιθυμούν να αποσαφηνίσουν την ταυτότητά τους; Ας αποφασίσουν επιτέλους τι είναι και τι δουλειά κάνουν κι εμείς είμαστε έτοιμοι να σταθούμε με συμπάθεια στο πλευρό τους. Εκτός και αν, για δικούς τους λόγους, αρέσκονται στην υποβλητική ατμόσφαιρα της άδειας αίθουσας – γεγονός το οποίο συχνά αποτελεί δικό τους «έργο» – κατά την προβολή σημαντικών ελληνικών ταινιών με διεθνή αναγνώριση και διακρίσεις.
Γιάννης Λεοντάρης (ομιχλιστής σκηνοθέτης)